συνείκω

συνείκω
συνείκω (A),
A give way, yield,

τῷ καιρῷ Plb.32.13.3

, cf. 5.71.10; of things,

σ. τὸ ξύλον Anon.

ap. Suid., cf. D.S.2.8, Dsc.5.74, Sor.2.63 (συνήκει cod.), Fract.6.
------------------------------------
συνείκω (B), [ per.] 3sg. συνείκει (-κη cod.)· συμφέρει, Hsch.:
A

οὐ μὴ συνείκη IG4.156.2

(Aegina, iv B.C.): but the latter form may be from συνενείκη [tense] aor. of συμφέρω.
------------------------------------
συνείκω (C), late spelling (s. v.l.) of [dialect] Dor. συνίκω
A = συνήκω, ὅσα ποτὶ τὸ κοινὸν συν[ε]ίκει the moneys which accrue to . . , IG9(1).694.121 (Corc., ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνείκω — (I) ΜΑ ενδίδω, υποχωρώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἴκω «υποχωρώ, παραδίνομαι»]. (II) Α (ως απρόσ.) συνείκει (κατά τον Ησύχ.) «συμφέρει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται και με τη γρφ. συνείκη, πιθ. μτγν. τ. τού συνενείκη, αόρ. β τού συμφέρω] …   Dictionary of Greek

  • συνήκω — και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α 1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»] …   Dictionary of Greek

  • σύνειξις — είξεως, ἡ, Α [συνείκω (Ι)] υποχώρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”